- περισκοπώ
- -έω, ΝΜΑ1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.)3. περισκέπτομαι, μελετώ κάτι με περίσκεψη, επισταμένωςαρχ.μέσ. περισκοποῡμαι, -έομαιβλέπω και παρατηρώ κάτι γύρω μου («περισκοπουμένη τἀκεῑσε καὶ τἀκ δεξιᾱς», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκοπῶ «εξετάζω, παρατηρώ» (πρβλ. κατα-σκοπώ)].
Dictionary of Greek. 2013.